Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compàrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈparto]

1 τομέας
2 τμήμα
3 διαμέρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compartizione compassato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compartimentale (επίθ.)
compartimentazione (θηλ.ουσ)
compartimento (ουσ αρσ )
compartire (ρ. μτβ.)
compartizione (θηλ.ουσ)
comparto (ουσ αρσ )
compassato (επίθ.)
compassionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compassione (θηλ.ουσ)
compassionevole (επίθ.)
compasso (ουσ αρσ )
compatibile (επίθ.)
compatibilità (θηλ.ουσ)
compatibilmente (επίρ.)
compatimento (ουσ αρσ )
compatire (ρ. μτβ.)
compatriota (ουσ αρσ και θηλ.)
compatrono (ουσ αρσ )
compattezza (θηλ.ουσ)
compatto (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---