Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compàrsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komˈparsa]

1 βουβός ρόλος έργου
2 κατάθεση (σε δικαστήριο)
3 απολογία
4 εμφάνιση
5 εμφάνιση ενώπιον δικαστηρίου
6 κομπάρσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comparizione compartecipare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comparazione (θηλ.ουσ)
compare (ουσ αρσ )
comparente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comparire (ρ.αμτβ.)
comparizione (θηλ.ουσ)
comparsa (θηλ.ουσ)
compartecipare (ρ.αμτβ.)
compartecipazione (θηλ.ουσ)
compartecipe (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
compartimentale (επίθ.)
compartimentazione (θηλ.ουσ)
compartimento (ουσ αρσ )
compartire (ρ. μτβ.)
compartizione (θηλ.ουσ)
comparto (ουσ αρσ )
compassato (επίθ.)
compassionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compassione (θηλ.ουσ)
compassionevole (επίθ.)
compasso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---