Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comparazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komparatˈtsjone]

1 παράθεση
2 παρομοίωση
3 αντιπαράθεση
4 σύγκριση
5 αντιπαραβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comparatore compare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comparativamente (επίρ.)
comparativo (ουσ αρσ )
comparativo (επίθ.)
comparato (επίθ.)
comparatore (ουσ αρσ )
comparazione (θηλ.ουσ)
compare (ουσ αρσ )
comparente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comparire (ρ.αμτβ.)
comparizione (θηλ.ουσ)
comparsa (θηλ.ουσ)
compartecipare (ρ.αμτβ.)
compartecipazione (θηλ.ουσ)
compartecipe (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
compartimentale (επίθ.)
compartimentazione (θηλ.ουσ)
compartimento (ουσ αρσ )
compartire (ρ. μτβ.)
compartizione (θηλ.ουσ)
comparto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---