Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comparatìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komparaˈtivo]

συγκριτικός βαθμός

comparatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [komparaˈtivo]

1 παραθετικός
2 σχετικός
3 συγκριτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comparativamente comparato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comparabilità (θηλ.ουσ)
comparaggio (ουσ αρσ )
comparare (ρ. μτβ.)
comparatico (ουσ αρσ )
comparativamente (επίρ.)
comparativo (ουσ αρσ )
comparativo (επίθ.)
comparato (επίθ.)
comparatore (ουσ αρσ )
comparazione (θηλ.ουσ)
compare (ουσ αρσ )
comparente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comparire (ρ.αμτβ.)
comparizione (θηλ.ουσ)
comparsa (θηλ.ουσ)
compartecipare (ρ.αμτβ.)
compartecipazione (θηλ.ουσ)
compartecipe (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
compartimentale (επίθ.)
compartimentazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---