Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comparàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kompaˈradʤo]

συμπαιγνία (μεταξύ φαρμακευτικών εταιρειών και γιατρών)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comparabilità comparare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compagno (επίθ.)
compagnone (αρσ. επίθ και ουσ)
companatico (ουσ αρσ )
comparabile (επίθ.)
comparabilità (θηλ.ουσ)
comparaggio (ουσ αρσ )
comparare (ρ. μτβ.)
comparatico (ουσ αρσ )
comparativamente (επίρ.)
comparativo (ουσ αρσ )
comparativo (επίθ.)
comparato (επίθ.)
comparatore (ουσ αρσ )
comparazione (θηλ.ουσ)
compare (ουσ αρσ )
comparente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comparire (ρ.αμτβ.)
comparizione (θηλ.ουσ)
comparsa (θηλ.ουσ)
compartecipare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---