Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compàgno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈpaɲɲo]

1 (di classe) ο συμμαθητής, η συμμαθήτρια
2 (di squadra) ο συμπαίκτης, η συμπαίκτρια
3 (di partito) ο σύντροφος, η συντρόφισσα

compàgno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [komˈpaɲɲo]

1 παρόμοιος
2 όμοιος
3 ίδιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compagnia compagnone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compaesano (ουσ αρσ )
compagine (θηλ.ουσ)
compagna (θηλ.ουσ)
compagnesco (επίθ.)
compagnia (θηλ.ουσ)
compagno (ουσ αρσ )
compagno (επίθ.)
compagnone (αρσ. επίθ και ουσ)
companatico (ουσ αρσ )
comparabile (επίθ.)
comparabilità (θηλ.ουσ)
comparaggio (ουσ αρσ )
comparare (ρ. μτβ.)
comparatico (ουσ αρσ )
comparativamente (επίρ.)
comparativo (ουσ αρσ )
comparativo (επίθ.)
comparato (επίθ.)
comparatore (ουσ αρσ )
comparazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---