Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcomparàtico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kompaˈratiko] 1 σχέση μεταξύ κουμπάρων 2 συντεκνία 3 κουμπαριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |