Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcomparatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [komparaˈtore] 1 μετρητής 2 όργανο μέτρησης 3 μετρητής ποσότητας 4 συσκευή σύγκρισης 5 μετρητής μηχανικών διαστάσεων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |