Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompagnóne
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kompaɲˈɲone] 1 σύντροφος 2 κολλητός 3 φιλαράκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |