Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compàgna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komˈpaɲɲa]

1 ταίρι
2 γυναίκα (σύζυγος)
3 σύντροφος
4 έτερον ήμισυ
5 σύζυγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compagine compagnesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comodo (επίθ.)
comodone (ουσ αρσ )
compadrone (ουσ αρσ )
compaesano (ουσ αρσ )
compagine (θηλ.ουσ)
compagna (θηλ.ουσ)
compagnesco (επίθ.)
compagnia (θηλ.ουσ)
compagno (ουσ αρσ )
compagno (επίθ.)
compagnone (αρσ. επίθ και ουσ)
companatico (ουσ αρσ )
comparabile (επίθ.)
comparabilità (θηλ.ουσ)
comparaggio (ουσ αρσ )
comparare (ρ. μτβ.)
comparatico (ουσ αρσ )
comparativamente (επίρ.)
comparativo (ουσ αρσ )
comparativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---