Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompàgna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [komˈpaɲɲa] 1 ταίρι 2 γυναίκα (σύζυγος) 3 σύντροφος 4 έτερον ήμισυ 5 σύζυγος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |