Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còmodo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔmodo]

1 βολή
2 ευκαιρία
3 ευκολία
4 άνεση

còmodo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔmodo]

άνετος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comodità comodone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comodare (ρ. μτβ.)
comodatario (ουσ αρσ )
comodato (ουσ αρσ )
comodino (ουσ αρσ )
comodità (θηλ.ουσ)
comodo (ουσ αρσ )
comodo (επίθ.)
comodone (ουσ αρσ )
compadrone (ουσ αρσ )
compaesano (ουσ αρσ )
compagine (θηλ.ουσ)
compagna (θηλ.ουσ)
compagnesco (επίθ.)
compagnia (θηλ.ουσ)
compagno (ουσ αρσ )
compagno (επίθ.)
compagnone (αρσ. επίθ και ουσ)
companatico (ουσ αρσ )
comparabile (επίθ.)
comparabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---