ItalianoGreco


còmodo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔmodo]

1 βολή
2 ευκαιρία
3 ευκολία
4 άνεση

còmodo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔmodo]

άνετος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---