Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comodatàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komodaˈtarjo]

1 αυτός που κάνει παρακατάθεση αγαθών
2 λαμβάνων εγγύηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comodare comodato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comoda (θηλ.ουσ)
comodamente (επίρ.)
comodante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comodare (ρ.αμτβ.)
comodare (ρ. μτβ.)
comodatario (ουσ αρσ )
comodato (ουσ αρσ )
comodino (ουσ αρσ )
comodità (θηλ.ουσ)
comodo (ουσ αρσ )
comodo (επίθ.)
comodone (ουσ αρσ )
compadrone (ουσ αρσ )
compaesano (ουσ αρσ )
compagine (θηλ.ουσ)
compagna (θηλ.ουσ)
compagnesco (επίθ.)
compagnia (θηλ.ουσ)
compagno (ουσ αρσ )
compagno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---