Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompagnìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kompaɲˈɲia] 1 η παρέα, η συντροφιά 2 (ditta) η εταιρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |