Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

straziànte (επίθ.) streptocòcco (ουσ αρσ )
straziàre (ρ. μτβ.) streptomicìna (θηλ.ουσ)
straziàto (επίθ.) strèss (ουσ αρσ )
stràzio (ουσ αρσ ) stressànte (επίθ.)
strecciàre (ρ. μτβ.) stressàre (ρ. μτβ.)
stréga (θηλ.ουσ) stressàto (επίθ.)
stregaménto (ουσ αρσ ) strétta (θηλ.ουσ)
stregàre (ρ. μτβ.) strettaménte (επίρ.)
stregàto (επίθ.) strettézza (θηλ.ουσ)
stregóne (ουσ αρσ ) strétto (ουσ αρσ )
stregonerìa (θηλ.ουσ) strétto (επίθ.)
strégua, strègua (θηλ.ουσ) strettóia (θηλ.ουσ)
strelìtzia (θηλ.ουσ) strettóio (ουσ αρσ )
stremàre (ρ. μτβ.) strìa (θηλ.ουσ)
stremàto (επίθ.) striàre (ρ. μτβ.)
strèmo (αρσ. επίθ και ουσ) striàto (επίθ.)
strènna (θηλ.ουσ) striatùra (θηλ.ουσ)
strenuaménte (επίρ.) stricnìna (θηλ.ουσ)
strenuità (θηλ.ουσ) stricninìsmo (ουσ αρσ )
strènuo (επίθ.) stridènte (επίθ.)
strepitàre (ρ.αμτβ.) strìdere (ρ.αμτβ.)
strepitìo (ουσ αρσ ) stridìo (ουσ αρσ )
strèpito (ουσ αρσ ) strìdo (ουσ αρσ )
strepitóso (επίθ.) stridóre (ουσ αρσ )
streptococcemìa (θηλ.ουσ) stridulàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: