Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstretto]

1 στενά (θαλάσσια)
2 στενό πέρασμα
3 στενό

strétto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstretto]

1 στενός (-ή, -ό)
2 (nodo), σφικτός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strettezza strettoia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lo stretto necessario [αρσ.] = τα απολύτως απαραίτητα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stressare (ρ. μτβ.)
stressato (επίθ.)
stretta (θηλ.ουσ)
strettamente (επίρ.)
strettezza (θηλ.ουσ)
stretto (ουσ αρσ )
stretto (επίθ.)
strettoia (θηλ.ουσ)
strettoio (ουσ αρσ )
stria (θηλ.ουσ)
striare (ρ. μτβ.)
striato (επίθ.)
striatura (θηλ.ουσ)
stricnina (θηλ.ουσ)
stricninismo (ουσ αρσ )
stridente (επίθ.)
stridere (ρ.αμτβ.)
stridio (ουσ αρσ )
strido (ουσ αρσ )
stridore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---