Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strìdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrido]

1 σκληριά
2 στριγκλιά
3 σκούξιμο
4 τσίρισμα
5 στρίγκλισμα
6 τριγμός
7 τρίξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stridio stridore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stricnina (θηλ.ουσ)
stricninismo (ουσ αρσ )
stridente (επίθ.)
stridere (ρ.αμτβ.)
stridio (ουσ αρσ )
strido (ουσ αρσ )
stridore (ουσ αρσ )
stridulato (επίθ.)
stridulazione (θηλ.ουσ)
stridulo (επίθ.)
strigare (ρ. μτβ.)
strige (θηλ.ουσ)
strigile (ουσ αρσ )
striglia (θηλ.ουσ)
strigliare (ρ. μτβ.)
strigliata (θηλ.ουσ)
strigliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
strigliatura (θηλ.ουσ)
strigolo (ουσ αρσ )
strillare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---