Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstridóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [striˈdore] 1 στριγκλιά 2 σκληριά 3 στρίγκλισμα 4 σκούξιμο 5 τριγμός 6 στριγκός ήχος 7 τσίρισμα 8 τρίξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |