ItalianoGreco


stridìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [striˈdio]

1 σκούξιμο
2 στριγκλιά
3 τριγμός
4 τρίξιμο
5 στρίγκλισμα
6 σκληριά
7 τσίρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---