Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrìdere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ˈstridere] 1 τερετίζω 2 βγάζω οξύ εκνευριστικό ήχο 3 συγκρούομαι 4 αντιμάχομαι 5 κάνω τσιριχτό ήχο 6 τρίζω 7 στριγκλίζω 8 σκληρίζω 9 τσιρίζω 10 σκούζω 11 ουρλιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |