Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstridulàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [striduˈlato] 1 συριγμογόνος 2 παράγων οξύ ή στριγκό ήχο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |