Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strìgile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstriʤile]

1 στλεγγίδα
2 όργανο ξέσης αρχαίων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strige striglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stridulato (επίθ.)
stridulazione (θηλ.ουσ)
stridulo (επίθ.)
strigare (ρ. μτβ.)
strige (θηλ.ουσ)
strigile (ουσ αρσ )
striglia (θηλ.ουσ)
strigliare (ρ. μτβ.)
strigliata (θηλ.ουσ)
strigliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
strigliatura (θηλ.ουσ)
strigolo (ουσ αρσ )
strillare (ρ.αμτβ.)
strillata (θηλ.ουσ)
strillo (ουσ αρσ )
strillonaggio (ουσ αρσ )
strillone (ουσ αρσ )
strillozzo (ουσ αρσ )
striminzire (ρ. μτβ.)
striminzirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---