Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstriminzìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [striminˈtsire] 1 παρεμποδίζω την ανάπτυξη 2 κάνω κάποιον πιο αδύνατο 3 καργάρω 4 σφίγγω 5 τεζάρω striminzìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [striminˈtsirsi] 1 αδυνατίζω 2 φορώ σφιχτά ρούχα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |