Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stringènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [strinˈʤɛnte]

1 πειστικός
2 έχων εξαναγκαστική ισχύ
3 άμεσος
4 επείγων
5 ανυπέρθετος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stringato stringere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strinatura (θηλ.ουσ)
stringa (θηλ.ουσ)
stringare (ρ. μτβ.)
stringatezza (θηλ.ουσ)
stringato (επίθ.)
stringente (επίθ.)
stringere (ρ.αμτβ.)
stringere (ρ. μτβ.)
stringersi (ρ.μ. (αντων.))
stringimento (ουσ αρσ )
stringinaso (ουσ αρσ )
strippare (ρ.αμτβ.)
stripparsi (ρ.μ. (αντων.))
strippata (θηλ.ουσ)
strip–tease (ουσ αρσ )
striscia (θηλ.ουσ)
strisciamento (ουσ αρσ )
strisciante (επίθ.)
strisciare (ρ.αμτβ.)
strisciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---