Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrisciànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [striʃˈʃante] 1 δουλοπρεπής 2 αναρριχώμενος (για φυτό) 3 έρπων (για ζώο) 4 έρπων 5 κολακεύων 6 δουλικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |