Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrippàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stripˈpata] 1 καταβρόχθιση 2 καταβρόχθισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |