Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstringinàso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,strinʤiˈnaso] κλιπ για κλείσιμο της μύτης (χρήσιμο σε κολυμβήτρια της συγχρονισμένης κολύμβησης) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |