Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strìscia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstriʃʃa]

η λουρίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strip–tease strisciamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a strisce = μέ ρίγες || strisce [θηλ. πλυθ.] pedonali = η διάβαση πεζών


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stringinaso (ουσ αρσ )
strippare (ρ.αμτβ.)
stripparsi (ρ.μ. (αντων.))
strippata (θηλ.ουσ)
strip–tease (ουσ αρσ )
striscia (θηλ.ουσ)
strisciamento (ουσ αρσ )
strisciante (επίθ.)
strisciare (ρ.αμτβ.)
strisciare (ρ. μτβ.)
strisciarsi (ρ.μ. (αντων.))
strisciata (θηλ.ουσ)
strisciatura (θηλ.ουσ)
striscio (ουσ αρσ )
striscione (ουσ αρσ )
striscione (επίρ.)
striscioni (επίρ.)
stritolabile (επίθ.)
stritolamento (ουσ αρσ )
stritolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---