Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stritolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stritolaˈmento]

1 ζούπισμα
2 πίεση
3 συμπίεση
4 σύνθλιψη
5 συντριβή
6 ζούληγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stritolabile stritolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

striscio (ουσ αρσ )
striscione (ουσ αρσ )
striscione (επίρ.)
striscioni (επίρ.)
stritolabile (επίθ.)
stritolamento (ουσ αρσ )
stritolare (ρ. μτβ.)
stritolarsi (ρ.μ. (αντων.))
stritolato (επίθ.)
stritolatore (ουσ αρσ )
strizzalimoni (ουσ αρσ )
strizzare (ρ. μτβ.)
strizzata (θηλ.ουσ)
strizzatura (θηλ.ουσ)
strizzone (ουσ αρσ )
strobilazione (θηλ.ουσ)
strobilo (ουσ αρσ )
stroboscopia (θηλ.ουσ)
stroboscopico (επίθ.)
stroboscopio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---