Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stròbilo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrɔbilo]

1 κώνος (βιολογία)
2 στρόβιλος (βιολογία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strobilazione stroboscopia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strizzare (ρ. μτβ.)
strizzata (θηλ.ουσ)
strizzatura (θηλ.ουσ)
strizzone (ουσ αρσ )
strobilazione (θηλ.ουσ)
strobilo (ουσ αρσ )
stroboscopia (θηλ.ουσ)
stroboscopico (επίθ.)
stroboscopio (ουσ αρσ )
strofa (θηλ.ουσ)
strofantina (θηλ.ουσ)
strofanto (ουσ αρσ )
strofico (επίθ.)
strofinaccio (ουσ αρσ )
strofinamento (ουσ αρσ )
strofinare (ρ. μτβ.)
strofinarsi (ρ.μ. (αντων.))
strofinata (θηλ.ουσ)
strofinio (ουσ αρσ )
strolaga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---