Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [stritˈtsare] στύβω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαstrizzare l'occhio = κλείνω το μάτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |