Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stritolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [stritoˈlare]

1 εξαλείφω
2 κατεδαφίζω
3 καταποντίζω
4 ξεθεμελιώνω
5 καταβαραθρώνω
6 συνθλίβω
7 συντρίβω
8 ζουλώ
9 γκρεμίζω
10 συμπιέζω

stritolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [stritoˈlarsi]

1 θρυμματίζομαι
2 συντρίβομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stritolamento stritolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

striscione (ουσ αρσ )
striscione (επίρ.)
striscioni (επίρ.)
stritolabile (επίθ.)
stritolamento (ουσ αρσ )
stritolare (ρ. μτβ.)
stritolarsi (ρ.μ. (αντων.))
stritolato (επίθ.)
stritolatore (ουσ αρσ )
strizzalimoni (ουσ αρσ )
strizzare (ρ. μτβ.)
strizzata (θηλ.ουσ)
strizzatura (θηλ.ουσ)
strizzone (ουσ αρσ )
strobilazione (θηλ.ουσ)
strobilo (ουσ αρσ )
stroboscopia (θηλ.ουσ)
stroboscopico (επίθ.)
stroboscopio (ουσ αρσ )
strofa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---