Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stroboscòpico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [strobosˈkɔpiko]

στροβοσκοπικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stroboscopia stroboscopio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strizzatura (θηλ.ουσ)
strizzone (ουσ αρσ )
strobilazione (θηλ.ουσ)
strobilo (ουσ αρσ )
stroboscopia (θηλ.ουσ)
stroboscopico (επίθ.)
stroboscopio (ουσ αρσ )
strofa (θηλ.ουσ)
strofantina (θηλ.ουσ)
strofanto (ουσ αρσ )
strofico (επίθ.)
strofinaccio (ουσ αρσ )
strofinamento (ουσ αρσ )
strofinare (ρ. μτβ.)
strofinarsi (ρ.μ. (αντων.))
strofinata (θηλ.ουσ)
strofinio (ουσ αρσ )
strolaga (θηλ.ουσ)
stroma (ουσ αρσ )
stromatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---