Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stròma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrɔma]

1 συνδετικός ιστός ζωικού οργάνου
2 πρωτεὶνικό στρώμα χλωροπλάστη
3 στρώμα (βιολογία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strolaga stromatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strofinare (ρ. μτβ.)
strofinarsi (ρ.μ. (αντων.))
strofinata (θηλ.ουσ)
strofinio (ουσ αρσ )
strolaga (θηλ.ουσ)
stroma (ουσ αρσ )
stromatico (επίθ.)
strombare (ρ. μτβ.)
strombatura (θηλ.ουσ)
strombazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strombazzata (θηλ.ουσ)
strombazzatore (ουσ αρσ )
strombazzatura (θηλ.ουσ)
strombettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strombettata (θηλ.ουσ)
strombettio (ουσ αρσ )
strombo (ουσ αρσ )
stromboliano (επίθ.)
stroncamento (ουσ αρσ )
stroncare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---