Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstròma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstrɔma] 1 συνδετικός ιστός ζωικού οργάνου 2 πρωτεὶνικό στρώμα χλωροπλάστη 3 στρώμα (βιολογία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |