Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stroncàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [stronˈkare]

1 περικόπτω
2 μαστιγώνω (με κριτική)
3 στηλιτεύω
4 πετσοκόβω
5 αποσπώ
6 αποκόπτω
7 κόβω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stroncamento stroncatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strombettata (θηλ.ουσ)
strombettio (ουσ αρσ )
strombo (ουσ αρσ )
stromboliano (επίθ.)
stroncamento (ουσ αρσ )
stroncare (ρ. μτβ.)
stroncatore (ουσ αρσ )
stroncatorio (επίθ.)
stroncatura (θηλ.ουσ)
stronfiare (ρ.αμτβ.)
stronzata (θηλ.ουσ)
stronzio (ουσ αρσ )
stronzo (ουσ αρσ )
stropicciamento (ουσ αρσ )
stropicciare (ρ. μτβ.)
stropicciata (θηλ.ουσ)
stropicciatura (θηλ.ουσ)
stropiccio (ουσ αρσ )
strozza (θηλ.ουσ)
strozzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---