Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstroncatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stronkaˈtura] 1 κατακεραύνωση 2 αυστηρή κριτική 3 καταφορά 4 στηλίτευση 5 σπάσιμο 6 απόσπαση 7 αποκοπή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |