Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strozzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [strotˈtsare]

πνίγω

strozzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [strotˈtsarsi]

1 γίνομαι στενότερος
2 στενεύω
3 πνίγομαι
4 ασφυκτιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strozza strozzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stropicciare (ρ. μτβ.)
stropicciata (θηλ.ουσ)
stropicciatura (θηλ.ουσ)
stropiccio (ουσ αρσ )
strozza (θηλ.ουσ)
strozzare (ρ. μτβ.)
strozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
strozzato (επίθ.)
strozzatoio (ουσ αρσ )
strozzatore (ουσ αρσ )
strozzatore (επίθ.)
strozzatura (θηλ.ουσ)
strozzinaggio (ουσ αρσ )
strozzinesco (επίθ.)
strozzino (ουσ αρσ )
struccamento (ουσ αρσ )
struccare (ρ. μτβ.)
struccarsi (ρ.μ. (αντων.))
strudel (ουσ αρσ )
struggente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---