Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


struccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [strukˈkare]

αφαιρώ το μακιγιάζ

struccàrsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [strukˈkarsi]

ξεβάφομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  struccamento strudel  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strozzatura (θηλ.ουσ)
strozzinaggio (ουσ αρσ )
strozzinesco (επίθ.)
strozzino (ουσ αρσ )
struccamento (ουσ αρσ )
struccare (ρ. μτβ.)
struccarsi (ρ.μ. (αντων.))
strudel (ουσ αρσ )
struggente (επίθ.)
struggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
struggersi (ρ.μ. (αντων.))
struggicuore (ουσ αρσ )
struggimento (ουσ αρσ )
struma (θηλ.ουσ)
strumentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
strumentalità (θηλ.ουσ)
strumentalizzare (ρ. μτβ.)
strumentalizzazione (θηλ.ουσ)
strumentare (ρ. μτβ.)
strumentario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---