Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strumentàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [strumenˈtale]

1 μη καταναλώσιμος
2 χρήσιμος σαν μέσο ή όργανο
3 ενόργανος
4 οργανικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  struma strumentalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

struggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
struggersi (ρ.μ. (αντων.))
struggicuore (ουσ αρσ )
struggimento (ουσ αρσ )
struma (θηλ.ουσ)
strumentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
strumentalità (θηλ.ουσ)
strumentalizzare (ρ. μτβ.)
strumentalizzazione (θηλ.ουσ)
strumentare (ρ. μτβ.)
strumentario (ουσ αρσ )
strumentatore (ουσ αρσ )
strumentazione (θηλ.ουσ)
strumentino (ουσ αρσ )
strumentista (ουσ αρσ και θηλ.)
strumento (ουσ αρσ )
strusciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strusciarsi (ρ.μ. (αντων.))
strusciata (θηλ.ουσ)
struscio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---