Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstruggiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [strudʤiˈmento] 1 πόθος 2 βάσανο 3 λαχτάρα 4 στενοχώρια 5 ανυπομονησία 6 υγροποίηση 7 λιώσιμο 8 μαράζι 9 αγωνία 10 καημός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |