Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


struggiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [strudʤiˈmento]

1 πόθος
2 βάσανο
3 λαχτάρα
4 στενοχώρια
5 ανυπομονησία
6 υγροποίηση
7 λιώσιμο
8 μαράζι
9 αγωνία
10 καημός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  struggicuore struma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strudel (ουσ αρσ )
struggente (επίθ.)
struggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
struggersi (ρ.μ. (αντων.))
struggicuore (ουσ αρσ )
struggimento (ουσ αρσ )
struma (θηλ.ουσ)
strumentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
strumentalità (θηλ.ουσ)
strumentalizzare (ρ. μτβ.)
strumentalizzazione (θηλ.ουσ)
strumentare (ρ. μτβ.)
strumentario (ουσ αρσ )
strumentatore (ουσ αρσ )
strumentazione (θηλ.ουσ)
strumentino (ουσ αρσ )
strumentista (ουσ αρσ και θηλ.)
strumento (ουσ αρσ )
strusciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strusciarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---