Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstruggicuòre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,strudʤiˈkwɔre] 1 σπαραγμός 2 λύπη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |