Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strùggere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrudʤere]

1 τήκω
2 καταναλώνω
3 φθείρω
4 λιώνω
5 υγροποιώ
6 ρευστοποιώ

struggersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrudʤersi]

1 λαχταρώ
2 βασανίζομαι
3 υποφέρω
4 στενοχωρούμαι
5 υγροποιούμαι
6 λιώνω
7 φθείρομαι
8 τρώγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  struggente struggicuore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

struccamento (ουσ αρσ )
struccare (ρ. μτβ.)
struccarsi (ρ.μ. (αντων.))
strudel (ουσ αρσ )
struggente (επίθ.)
struggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
struggersi (ρ.μ. (αντων.))
struggicuore (ουσ αρσ )
struggimento (ουσ αρσ )
struma (θηλ.ουσ)
strumentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
strumentalità (θηλ.ουσ)
strumentalizzare (ρ. μτβ.)
strumentalizzazione (θηλ.ουσ)
strumentare (ρ. μτβ.)
strumentario (ουσ αρσ )
strumentatore (ουσ αρσ )
strumentazione (θηλ.ουσ)
strumentino (ουσ αρσ )
strumentista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---