Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrumentazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [strumentatˈtsjone] 1 ενορχήστρωση 2 όργανα ορχήστρας 3 εγκατάσταση οργάνων 4 χρήση οργάνων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |