Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strusciàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [struʃˈʃare]

1 σέρνω (τα πόδια)
2 φθείρω
3 τρίβω

strusciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [struʃˈʃarsi]

1 κολακεύω κάποιον
2 σέρνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strumento strusciata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strumentatore (ουσ αρσ )
strumentazione (θηλ.ουσ)
strumentino (ουσ αρσ )
strumentista (ουσ αρσ και θηλ.)
strumento (ουσ αρσ )
strusciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strusciarsi (ρ.μ. (αντων.))
strusciata (θηλ.ουσ)
struscio (ουσ αρσ )
struscione (ουσ αρσ )
strutto (ουσ αρσ )
struttura (θηλ.ουσ)
strutturale (επίθ.)
strutturalismo (ουσ αρσ )
strutturalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
strutturalistico (επίθ.)
strutturare (ρ. μτβ.)
strutturato (επίθ.)
strutturazione (θηλ.ουσ)
strutturistica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---