Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrusciàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [struʃˈʃare] 1 σέρνω (τα πόδια) 2 φθείρω 3 τρίβω strusciarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [struʃˈʃarsi] 1 κολακεύω κάποιον 2 σέρνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |