Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strumentìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [strumenˈtista]

οργανοπαίκτης μουσικού οργάνου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strumentino strumento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strumentare (ρ. μτβ.)
strumentario (ουσ αρσ )
strumentatore (ουσ αρσ )
strumentazione (θηλ.ουσ)
strumentino (ουσ αρσ )
strumentista (ουσ αρσ και θηλ.)
strumento (ουσ αρσ )
strusciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strusciarsi (ρ.μ. (αντων.))
strusciata (θηλ.ουσ)
struscio (ουσ αρσ )
struscione (ουσ αρσ )
strutto (ουσ αρσ )
struttura (θηλ.ουσ)
strutturale (επίθ.)
strutturalismo (ουσ αρσ )
strutturalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
strutturalistico (επίθ.)
strutturare (ρ. μτβ.)
strutturato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---