Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


struménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [struˈmento]

1 το εργαλείο
2 (musicale) το μουσικό όργανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strumentista strusciare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


strumenti [αρσ. πλυθ.] a fiato = τα πνευστά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strumentario (ουσ αρσ )
strumentatore (ουσ αρσ )
strumentazione (θηλ.ουσ)
strumentino (ουσ αρσ )
strumentista (ουσ αρσ και θηλ.)
strumento (ουσ αρσ )
strusciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strusciarsi (ρ.μ. (αντων.))
strusciata (θηλ.ουσ)
struscio (ουσ αρσ )
struscione (ουσ αρσ )
strutto (ουσ αρσ )
struttura (θηλ.ουσ)
strutturale (επίθ.)
strutturalismo (ουσ αρσ )
strutturalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
strutturalistico (επίθ.)
strutturare (ρ. μτβ.)
strutturato (επίθ.)
strutturazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---