Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


struscióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [struʃˈʃone]

1 γλείφτης
2 κόλακας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  struscio strutto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strumento (ουσ αρσ )
strusciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strusciarsi (ρ.μ. (αντων.))
strusciata (θηλ.ουσ)
struscio (ουσ αρσ )
struscione (ουσ αρσ )
strutto (ουσ αρσ )
struttura (θηλ.ουσ)
strutturale (επίθ.)
strutturalismo (ουσ αρσ )
strutturalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
strutturalistico (επίθ.)
strutturare (ρ. μτβ.)
strutturato (επίθ.)
strutturazione (θηλ.ουσ)
strutturistica (θηλ.ουσ)
struzzo (ουσ αρσ )
stuccare (ρ. μτβ.)
stuccato (επίθ.)
stuccatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---