Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstruttùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [strutˈtura] 1 η δομή, η διάταξη 2 (costruzione) η κατασκευή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |