Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstucchévole
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stukˈkevole] 1 κουραστικός 2 μονότονος 3 βαρετός 4 αηδιαστικός 5 σιχαμερός 6 ενοχλητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |