Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stùcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstukko]

ο στόκος

stùcco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstukko]

1 αηδιασμένος
2 κουρασμένος
3 βαριεστημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stucchevolezza studentato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stuccato (επίθ.)
stuccatore (ουσ αρσ )
stuccatura (θηλ.ουσ)
stucchevole (επίθ.)
stucchevolezza (θηλ.ουσ)
stucco (ουσ αρσ )
stucco (επίθ.)
studentato (ουσ αρσ )
studente (ουσ αρσ )
studentesca (θηλ.ουσ)
studentesco (αρσ. επίθ και ουσ)
studentessa (θηλ.ουσ)
studiacchiare (ρ.αμτβ.)
studiare (ρ. μτβ.)
studiatamente (επίρ.)
studiato (επίθ.)
studio (ουσ αρσ )
studiolo (ουσ αρσ )
studiosamente (επίρ.)
studioso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---