Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstudiacchiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [studjakˈkjare] 1 δεν σπουδάζω με όρεξη 2 σπουδάζω με το ζόρι 3 σπουδάζω νωθρά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |